Εισαγωγή
Αγαπητοί γονείς, αγαπητά
παιδιά, αγαπητοί δάσκαλοι,
Σήμερα συγκεντρωνόμαστε
για να τιμήσουμε ένα σημαντικό κεφάλαιο της ιστορίας του ελληνισμού, τη
Μικρασιατική Καταστροφή και την επακόλουθη προσφυγιά. Είναι μια μέρα μνήμης,
μια μέρα περισυλλογής, αλλά και μια μέρα περηφάνιας για τη δύναμη του λαού μας
να σταθεί όρθιος μέσα από τις πιο δύσκολες στιγμές.
Η Μικρά Ασία υπήρξε τόπος γέννησης του ελληνικού πολιτισμού. Εκεί, οι πρόγονοί μας δημιούργησαν
κοινότητες, άνθισαν στο εμπόριο, την εκπαίδευση, την τέχνη. Εκεί, οι Έλληνες
ζούσαν ειρηνικά, διατηρώντας τις παραδόσεις και την πίστη τους, μέχρι που η ιστορία
άλλαξε δραματικά πορεία. Το 1922, η Σμύρνη τυλίχθηκε στις φλόγες και μαζί της
καταστράφηκαν όνειρα, οικογένειες και μια ολόκληρη κληρονομιά.
Η προσφυγιά που
ακολούθησε έφερε χιλιάδες ανθρώπους στη μητέρα Ελλάδα, αναζητώντας μια νέα
αρχή. Οι πρόσφυγες αυτοί, αν και είχαν χάσει τα πάντα, έφεραν μαζί την ψυχή
τους, τις παραδόσεις τους, την πίστη τους σε ένα καλύτερο μέλλον. Παρά τις
δυσκολίες, παρά τη φτώχεια και τις προκαταλήψεις, κατάφεραν να ενσωματωθούν και
να συνεισφέρουν στην ανάπτυξη της χώρας μας.
Σήμερα, μέσα από αυτή τη
γιορτή, δε θυμόμαστε μόνο τα γεγονότα. Θυμόμαστε τις αξίες που μας διδάσκουν:
την επιμονή, τη δύναμη της ενότητας, τη σημασία της μνήμης. Γιατί η ιστορία μας
είναι η ρίζα μας, και όσο θυμόμαστε, τόσο μένουμε δυνατοί.
Ας ακούσουμε, λοιπόν, τις
φωνές των παιδιών μας, που θα μας ταξιδέψουν στα μονοπάτια του χρόνου. Μέσα από
τα λόγια τους, θα ζωντανέψουν οι γειτονιές της Σμύρνης, οι στιγμές της
καταστροφής, οι ελπίδες των προσφύγων, και οι μνήμες που μας συντροφεύουν μέχρι
σήμερα.
Αυτή η γιορτή δεν είναι μόνο μια αναδρομή στο παρελθόν. Είναι και μια υπενθύμιση για το μέλλον ότι ο λαός μας, όσες φορές κι αν βρεθεί μπροστά σε δυσκολίες, έχει τη δύναμη να ξαναγεννηθεί.
1η σκηνή: Η ζωή πριν από
την καταστροφή
Στη Μικρά Ασία, οι
Έλληνες ζούσαν για αιώνες σε χωριά με όμορφες εκκλησίες και χωράφια γεμάτα
ελαιόδεντρα. Ήταν άνθρωποι της γης. Ο ήλιος ανέτελλε πάνω από τα χωριά τους,
γεμάτος ελπίδα και όνειρα. Τα άλογα, οι γεωργοί με τα αλέτρια, οι ψαράδες με τα
δίχτυα τους. Η ζωή ήταν απλή, αλλά γεμάτη με τη σοφία του καιρού και του
τόπου. Οι γυναίκες άπλωναν τα υφαντά τους στον ήλιο, οι άντρες έπαιρναν τα
εργαλεία τους και προχωρούσαν στο βιοποριστικό τους έργο. Η ζωή είχε την
καθημερινή της αξία, γιατί πάντα υπήρχε ένα τραγούδι, μια λέξη για να γεμίζει
την ψυχή.
Τέσσερα μάτια δυό καρδιές
(χορός)
Η ζωή στη Μικρά Ασία ήταν
μια ζωή γεμάτη απλότητα και ομορφιά. Τα χωριά μας ήταν γεμάτα χρώματα και
αρώματα. Το πρωί, η θάλασσα έλαμπε και τα βουνά υψώνονταν περήφανα στον
ορίζοντα. Το γέλιο των παιδιών ακουγόταν στα στενά δρομάκια των χωριών. Δεν υπήρχε
τίποτα πιο όμορφο από το να βλέπεις τους ανθρώπους να δουλεύουν με τη γη, να
αγαπούν τη δουλειά τους και να μεγαλώνουν τα παιδιά τους με αγάπη.
Η Σμύρνη, με το λιμάνι
της, ήταν το στολίδι του ελληνισμού. Η καθημερινότητά μας ήταν γεμάτη με
γιορτές, παραδόσεις και δημιουργία. Ο τόπος αυτός ήταν γεμάτος από την ελληνική
ψυχή και την ιστορία.
Η Σμύρνη μύριζε γιασεμί
τα καλοκαίρια. Οι γειτονιές ήταν γεμάτες με τραγούδια, και η θάλασσα μάς έδινε την
ευλογία της κάθε μέρα. Κάθε γωνιά είχε τη δική της ιστορία. Ήταν η ζωή μας
γεμάτη με φως, πριν έρθει το σκοτάδι του πολέμου.
Εκεί, στα χώματα της
Ιωνίας, άνθισε ο ελληνικός πολιτισμός, η εκπαίδευση και η τέχνη. Τα σχολεία
μας, οι εκκλησίες μας, οι αγορές μας ήταν το καμάρι μας. Η κληρονομιά μας ήταν
ζωντανή και σπουδαία. Ήταν η απόδειξη ότι ο ελληνισμός μπορεί να ευημερεί παντού.
Οικογένειες μεγάλωναν
γενιές με αξίες και παραδόσεις. Τα πανηγύρια, οι γιορτές και οι καλοκαιρινές
βραδιές ήταν γεμάτες χαμόγελα και ζωή. Όλα έδειχναν πως ο τόπος αυτός ήταν
φτιαγμένος για να ζουν ευτυχισμένοι οι άνθρωποι.
Μάγκικό μου (χορός)
Θυμάμαι, ήμασταν παιδιά,
και η μητέρα μου μας έλεγε: "Στη Μικρά Ασία, η ζωή είναι γεμάτη με την ευλογία
της γης. Κάθε μέρα παίρναμε το ψωμί μας από τη δουλειά στα χωράφια. Το ψωμί μας
ήταν τόσο γλυκό όσο και η ζωή μας, που ανυπομονούσαμε να μοιραστούμε με την
οικογένειά μας."
Εγώ θυμάμαι τη μητέρα να μας λέει: "Αυτή η γη που περπατάτε είναι γεμάτη ιστορία. Να μην ξεχάσετε ποτέ
ποιοι είμαστε και από πού ερχόμαστε."
Μου αρέσει να θυμάμαι την
παλιά μας ζωή στη Μικρά Ασία. Θυμάμαι τη γιαγιά μου να μου λέει: "Παιδί μου, οι
άνθρωποι που έζησαν εδώ, έζησαν για να δουλεύουν τη γη και να προσφέρουν στον
τόπο τους. Η γη μας δεν μας πρόδωσε ποτέ, όσο κι αν η μοίρα μας δοκίμασε."
Η μέρα μας ξεκινούσε με
τον ήλιο που ανέβαινε πάνω από τις ελιές. Η μητέρα μου φρόντιζε το σπίτι, ενώ ο
πατέρας μου ήταν στο χωράφι. Τίποτα δεν μας έλειπε. Και όταν τελείωνε η
δουλειά, όλοι μαζευόμασταν γύρω από το τραπέζι και τρώγαμε το ψωμί που έφτιαχνε
η μητέρα μας με τα χέρια της. Δεν υπήρχε πιο ωραία στιγμή από το να είμαστε
όλοι μαζί.
Το γέλιο των παιδιών στα
παιχνίδια, οι γυναίκες που μιλούσαν στις αυλές, οι άντρες που εργάζονταν στα
αμπέλια και οι ψαράδες που έριχναν τα δίχτυα τους στη θάλασσα… Αυτές ήταν οι
εικόνες της ζωής μας στη Μικρά Ασία. Όλοι ήμασταν μία οικογένεια, μία κοινότητα.
Όλα γύρω μας έμοιαζαν αθώα και ασφαλή, δεν υπήρχε κανένα σημάδι ότι το μέλλον
θα φέρει το χάος και την καταστροφή.
Μενεξέδες και ζουμπούλια
2η σκηνή: Η
Μικρασιατική Καταστροφή
Αλλά αυτή η ζωή, αυτή η ηρεμία και η ευημερία, δεν κράτησε για πολύ. Όλα άλλαξαν όταν οι ελπίδες και οι φόβοι της ιστορίας συνάντησαν την πραγματικότητα του πολέμου. Η χώρα μας βυθίστηκε στον πόλεμο και το τέλος αυτού του κόσμου ήταν πια αναπόφευκτο.
Mesut Cemil - Nihavent Saz Semai (Νιαβέντ Σεμάι) - οργανικό
Απόσπασμα:
- Τί έχεις, γιε μου; Τί σε
βασανίζει; Πιστεύεις πως θα ’χουμε κι άλλες φασαρίες; Λες;
- Λέω, μάνα! Λέω! Σε λίγες
ώρες οι Τούρκοι θα βρίσκονται στη Σμύρνη. Πάρτε το χαμπάρι.
- Θε και Κύριε!
σταυροκοπήθηκε. Κουνήσου, παιδάκι μου, από τη θέση σου… Είναι δυνατόν!
Η αδερφή μου, η άμοιρη,
που ύστερα απ’ τις δυο ατυχίες της μόλις ξανακατάφερε να βρει αρραβωνιαστικό,
μας κοίταξε μ’ αγωνία και μουρμούρισε όλο παράπονο:
- Πάλι δε θα προλάβω να
βάλω στεφάνι!
Γύρισα στον κουνιάδο της,
που έπινε το καφεδάκι του κι έστριβε τις μουστάκες του.
- Νικόλα, του είπα. Εσύ τι
κάθεσαι και δε φεύγεις; Ξέχασες πόσους Τούρκους έκαψες; Το καλό που σου θέλω
λάκισε! Καιρό δεν έχουμε. Όπου να ’ναι μπαίνει ο Μπεχλιβάν!
- Μπάαχ; έκανε
περιφρονητικά ο Νικόλας. Τα παραλές!
Η μάνα μου αναστατώθηκε.
- Εσύ που συμβουλεύεις
τους άλλους, μου ’πε, τι σκέφτεσαι να κάνεις;
- Εγώ, μάνα, θα πάω να
παραθερίσω στο χτήμα π’ αγοράσατε, να κάνω καινούργιο τζιέρι!
Βούρκωσε, οι ρυτίδες
βάθυναν στο βασανισμένο πρόσωπό της. Μετάνιωσα για τη σκληράδα μου.
- Μητέρα, είπα, έτσι που
ήρθανε τα πράματα, λέω να μείνω μαζί σας. Μπορεί οι Τούρκοι να κρίνουνε σαν
εγκληματίες πολέμου όσους φεύγουνε και να μην τους ξαναδεχτούνε πίσω.
- Μπρε, γιε μου, πως το
’παθες και παιδιαρίζεις; Αν πιστεύεις πως θα μείνουμε στο έλεος των τσέτηδων,
σήκω φύγε!
- Τι να πα να κάνω, μάνα,
στην Ελλάδα, μ’ άδεια χέρια; Ζήτουλας να γενώ;
- Κάλλιο ζήτουλας, παιδί
μου, παρά… ωχ, δεν κακομελετώ! Δε λέω τίποτα! Θε και Κύριε, μη μας
απομωραίνεις! Λυπήσου μας!
Άρχισε να σιγοκλαίει.
- Με τρώει και το σαράκι
του Σταμάτη! Που να βρίσκεται το παιδί; Για δε γύρισε ακόμα. Να ’φυγε τάχα με
τα παπόρια του στρατού;
Σφούγγισε τα μάτια της.
Σηκώθηκε όλο περίσκεψη. Άνοιξε έναν μπόγο, έβγαλε με ιεροτελεστία μια μπλε
γαμπριάτικη φορεσιά, που την είχα ράψει στη Σμύρνη, για τ’ αρραβωνιάσματά μου
με την Κατίνα και δεν είχα αξιωθεί να τη φορέσω. Την ξετίναξε ανάλαφρα σαν να
τήνε χάιδευε, φύσηξε τα πέτα.
- Δεν αλλάζεις; μου ’κανε.
Άλλαξε μη γνωρίζεσαι για στρατιώτης.
Έβαλα τα πολιτικά κι
ένιωσα ξαναγεννημένος.
- Σηκωθείτε να πάμε στην παραλία, είπα. Είναι το καλύτερο που ’χουμε να κάνουμε. Εκεί ’ναι οι στόλοι κι όσο να ’ναι θα ’χουμε προστασία.
Mesut Cemil - Nihavent Saz Semai (Νιαβέντ Σεμάι) - οργανικό
Το 1922, η φωτιά των
πολέμων και η πολιτική σύγκρουση έπληξαν τη γη μας. Το όνειρο της ειρηνικής συνύπαρξης
κατέρρευσε. Η Μικρασιατική Καταστροφή δεν ήταν απλώς μια στρατιωτική ήττα. Ήταν
το τέλος ενός κόσμου, η καταστροφή της πατρίδας μας. Από τα βάθη της θλίψης
μας, είδαμε τα σπίτια μας να καίγονται και τις πόλεις μας να βυθίζονται στο
χάος.
Το 1922, ο κόσμος άλλαξε.
Οι πόλεις και τα χωριά που ήταν γεμάτα ζωή, κατέρρευσαν. Τα σπίτια μας
καταστράφηκαν. Οι αχτίδες του ήλιου έμοιαζαν να εξαφανίζονται. Οι Έλληνες της
Μικράς Ασίας έφυγαν με τη σιωπή και τη θλίψη στο βλέμμα.
Ήρθε ο πόλεμος. Οι φλόγες
κατάπιναν τη Σμύρνη. Οι φωνές γέμισαν τον αέρα. Ήταν η αρχή του τέλους. Κανείς
δεν μπορούσε να φανταστεί το μέγεθος της καταστροφής. Ήταν μια στιγμή που τα
πάντα άλλαξαν για πάντα.
Mesut Cemil - Nihavent Saz Semai (Νιαβέντ Σεμάι) - οργανικό
Απόσπασμα: (αφηγητής + όλοι μαζί οι μαθητές + 7 μαθητές)
Η φωτιά απλωνόταν
παντού. Ντουμάνιασε ο ουρανός. Μαύρα σύγνεφα ανηφορίζανε και μπερδευότανε το να
με τ’ άλλο. Κόσμος, εκατοντάδες χιλιάδες κόσμος, τρελός από φόβο αρχίνησε να
τρέχει απ’ όλα τα στενοσόκακα και τους βερχανέδες και να ξεχύνεται στην παραλία
σα μαύρο ποτάμι.
– Σφαγή! Σφαγή!
– Παναγιά, βοήθα!
– Προφτάστε!
– Σώστε μας!
Η μάζα πυκνώνει, δεν
ξεχωρίζεις ανθρώπους, μα ένα μαύρο ποτάμι που κουνιέται πέρα δώθε απελπισμένα,
δίχως να μπορεί να σταθεί ούτε να προχωρήσει. Μπρος θάλασσα, πίσω φωτιά και
σφαγή! Ένας αχός κατρακυλάει από τα βάθη της πολιτείας και σπέρνει τον πανικό.
– Τούρκοι!
– Τσέτες!
– Μας σφάζουνε!
– Έλεος!
Η θάλασσα δεν είναι πια εμπόδιο. Χιλιάδες άνθρωποι πέφτουνε και πνίγονται. Τα κορμιά σκεπάζουνε τα νερά σα να ναι μώλος. Οι δρόμοι γεμίζουνε κι αδειάζουνε και ξαναγεμίζουνε. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά ποδοπατιούνται, στριμώχνονται, λιποθυμούνε, ξεψυχούνε. Τους τρελαίνουν οι χατζάρες, οι ξιφολόγχες, οι σφαίρες των τσέτηδων!
Η φωτιά όλη νύχτα αποτελειώνει το χαλασμό. Γκρεμίζονται τοίχοι, θρυμματίζονται γυαλιά. Οι φλόγες κριτσανίζουνε μαδέρια, έπιπλα και φτούνε σιδερικά, ξεθεμελιώνουνε την πολιτεία ολόκληρη. Απλώνουν πάνω στα έργα των ανθρώπων και τα διαλύουνε. Σπίτια, εργοστάσια, σχολειά, εκκλησίες, μουσεία, νοσοκομεία, βιβλιοθήκες, θέατρα, αμύθητοι θησαυροί, κόποι, δημιουργίες αιώνων, εξαφανίζονται κι αφήνουνε στάχτη και καπνούς.
-Αχ, γκρέμισε ο κόσμος μας! Γκρέμισε η Σμύρνη μας!
Οι μάνες ψάχνανε για τα παιδιά τους, τ’ αγκαλιάζανε και σπαράζανε. Τα παιδιά λες και τα ’πιασε παροξυσμός. Τρέμανε, τσιρίζανε. Οι άντρες τρέχανε άσκοπα εδώ κι εκεί. Λύνανε και δένανε μπόγους, πασχίζανε να σκεφτούνε.
- Μας προδώσανε!
- Μας ξεπουλήσανε!
- Π’ ανάθεμά τους!
- Ναύαρχε! Τι κάνεις;
- Ναύαρχε! Σώσε μας!
- Μη μας αφήστε! Έχουμε μωρά μαζί μας! Έχουμε γερόντους, κορίτσια!
Η Σμύρνη μάνα καίγεται
Απόσπασμα:
"Είδα τη μάνα μου να τρέχει. Είδα τα σπίτια μας να καίγονται. Ένα τρέμουλο
έπιασε τη γη. Δεν υπήρχε πια σωτηρία. Το χάος κυριαρχούσε παντού. Οι άνθρωποι
τρέχανε πανικόβλητοι, ψάχνοντας έναν δρόμο διαφυγής."
Χιλιάδες άνθρωποι
προσπαθούσαν να σωθούν. Τα καράβια στο λιμάνι δεν χωρούσαν όλους. Ο πόνος δεν
περιγράφεται με λόγια. Ήταν η απόλυτη απελπισία. Οι στιγμές αυτές μένουν
χαραγμένες για πάντα στη μνήμη.
Απόσπασμα: "Στα μάτια μου ήταν ζωγραφισμένος ο φόβος. Κι όμως, περπατούσα.
Ένα βήμα τη φορά. Μόνο αυτό μπορούσα να κάνω. Οι φωνές γύρω μου ήταν παντού.
Κάθε βήμα και μια νέα ελπίδα ότι θα καταφέρουμε να σωθούμε."
Η Σμύρνη κάηκε, αλλά στις
ψυχές των ανθρώπων έμεινε άσβεστος ο πόνος και η μνήμη. Όσοι επιβίωσαν,
κουβαλούσαν τις πληγές τους για πάντα. Ο χαμός αυτής της πατρίδας ήταν ένα
τραύμα που ποτέ δεν επουλώθηκε.
Δεν θυμάμαι καλά πώς
αρχίσαμε να φεύγουμε. Η φωτιά μας πήρε όλα όσα αγαπούσαμε. Τα όνειρα μας έγιναν
στάχτη. Όσοι από εμάς επιζήσαμε, φύγαμε με μια βάρκα, ακολουθώντας τα κύματα,
αφήνοντας πίσω τα σπίτια μας, τους συγγενείς μας και τη γη μας.
Η μάνα μου έλεγε: "Όλα γκρεμίστηκαν γύρω μας. Τα πάντα έφυγαν, σαν τον άνεμο που σηκώνει τα φύλλα. Εμείς μέναμε με την ελπίδα στην καρδιά." Μα ήταν δύσκολο να πιστέψεις σε κάτι όταν η φωτιά σου έκαιγε το σπίτι και οι εχθροί περικύκλωναν την πόλη μας.
Μαζί με τη μητέρα μου,
κοιτάξαμε τις φλόγες που έτρωγαν το σπίτι μας. "Πάρε ό,τι μπορείς", μου είπε.
Μα εγώ δεν ήξερα τι να πάρω. Τα πάντα ήταν αδιάφορα μπροστά στη φωτιά. Όταν τα
σπίτια μας έγιναν στάχτη, εμείς έπρεπε να φύγουμε χωρίς προορισμό, χωρίς πατρίδα.
Μας έδιωξαν οι ξένοι, η γη μας άρχισε να μην μας ανήκει πια. Η μητέρα μου μου
είπε με δάκρυα στα μάτια: "Δεν ξέρουμε πού πάμε, αλλά τουλάχιστον ζούμε. Αυτό
είναι το μόνο που έχει σημασία."
Η Μικρασιατική Καταστροφή
ήταν μια θύελλα που ήρθε ξαφνικά και κατέστρεψε τα πάντα. Όλα όσα αγαπήσαμε,
όλα όσα θεωρούσαμε δεδομένα, έγιναν στάχτη και καπνός. Οι πόλεις μας, τα σπίτια
μας, τα χωριά μας - όλα χάθηκαν μέσα στις φλόγες του πολέμου. Η γη που μας
τάιζε έγινε η γη που μας καταδίκασε. Η ιστορία μας, η ζωή μας, όλα όσα υπήρχαν
μέχρι τότε, καταστράφηκαν σε μια στιγμή.
Η πόλη μας, το σπίτι μας, η ζωή μας - όλα εξαφανίστηκαν. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Πού να πάμε; Ποιον να πιστέψουμε; Οι εχθροί ήταν παντού και εμείς, οι άνθρωποι που κάποτε ζούσαμε ήρεμα, βρεθήκαμε να τρέχουμε και να κρυβόμαστε από τον τρόμο.
Αλλά η θλίψη δεν ήταν η
μοναδική μας εμπειρία. Υπήρχε και η αβεβαιότητα. Ήξερα ότι δεν θα ξαναδώ το
σπίτι μου. Η μητέρα μου, με τα δάκρυα στα μάτια, μας έλεγε: "Δεν ξέρω αν θα
επιβιώσουμε, αλλά ό,τι και να γίνει, θα μείνουμε ενωμένοι." Και με αυτές τις λέξεις,
η καρδιά μου άρχισε να γεμίζει με φόβο, αλλά και με μια μικρή ελπίδα.
Αυτή ήταν η
πραγματικότητα: το σπίτι μας καταστράφηκε, η γη μας αλώθηκε. Ο κόσμος γύρω μας
κατέρρευσε, και εμείς τρέχαμε μέσα στο σκοτάδι της ιστορίας. Κανείς δεν ήξερε
αν υπήρχε μέλλον. Όλοι κοιτούσαμε το φως της καταστροφής και αναρωτιόμασταν τι
θα απογίνουμε.
Η προσφυγιά, όμως, ήταν
το επόμενο βήμα. Και ακόμα κι όταν τα πάντα είχαν καταστραφεί, ο κόσμος μας, οι
άνθρωποί μας και οι καρδιές μας δεν είχαν παραδοθεί. Γιατί η ελπίδα πάντα
υπήρχε, κρυμμένη στην καρδιά μας, έτοιμη να ξαναγεννηθεί. Αλλά για να φτάσουμε
στην ελπίδα, έπρεπε πρώτα να περάσουμε μέσα από τη θλίψη και τον πόνο της
προσφυγιάς.
3η σκηνή: Η Προσφυγιά
στην Ελλάδα
Μετά την καταστροφή, τίποτα δεν ήταν πια όπως πριν. Ο δρόμος για την προσφυγιά ήταν γεμάτος αγωνία, φόβο και ανασφάλεια. Το μέλλον φαινόταν αβέβαιο και οι πρόσφυγες, χωρίς πατρίδα, έπρεπε να βρουν τον δρόμο τους σε έναν κόσμο που δεν τους ήξερε. Η θάλασσα τους πήρε, τα καράβια τους μετέφεραν σε άγνωστες ακτές και τα κύματα τους έπνιγαν με την ίδια τους τη μνήμη.
Το καράβι δεν ήταν πια
μόνο ένα μέσο μετακίνησης. Ήταν η ελπίδα μας να βρούμε ένα νέο σπίτι, αλλά και
ο φόβος του άγνωστου. Κάθε κουπί που χτυπούσε τη θάλασσα μας απομάκρυνε όλο και
πιο πολύ από την πατρίδα μας. Και εγώ, μικρό παιδί, έκλαιγα στον ώμο της μάνας
μου. Τι να της έλεγα; Ποια λέξη να βρω για να την παρηγορήσω;
Η μάνα μου με κοιτούσε
και έλεγε: "Θα φτάσουμε εκεί που μας περιμένει η ζωή. Κι αν δεν μας περιμένει,
εμείς θα την πάμε εκεί." Όμως εγώ ήξερα πως η ζωή δεν είναι πάντα κάτι που
φτάνεις, αλλά είναι κάτι που αναζητάς μέσα στο σκοτάδι.
Τα σπίτια μας καίγονται
πίσω μας και το μόνο που βλέπουμε είναι τον καπνό που σκεπάζει τον ουρανό. Δεν
ξέρω πόσο κράτησε το ταξίδι. Ξέρω μόνο πως ο πόνος της φυγής είναι ατέλειωτος.
Η γη μας καιγόταν, και μαζί με αυτήν και οι ψυχές μας.
Μόνο ο πόνος και η οδύνη
ακούγονταν γύρω μας. Στα καράβια, οι άνθρωποι δεν ήξεραν αν θα επιβιώσουν, αν
το ταξίδι θα τελείωνε κάποτε. Και όμως, μέσα από αυτή την απόγνωση, η ελπίδα
δεν έπαψε να υπάρχει.
Η μητέρα μου, μας
κρατούσε σφιχτά, έτοιμη να μας προστατεύσει από οτιδήποτε κι αν έρθει. Δεν
θυμάμαι πόσο κράτησε το ταξίδι, αλλά θυμάμαι τη μυρωδιά της αλμύρας της
θάλασσας και τον φόβο της αβέβαιης πορείας. Και οι άλλοι γύρω μας; Και αυτοί οι άνθρωποι
που είχαν αφήσει τα πάντα πίσω τους και ήταν άγνωστοι στον δρόμο για τη νέα
πατρίδα;
Ο μαρμαρωμένος βασιλιάς
Απόσπασμα: "Η ζωή μας δεν είναι πια όπως πριν. Μα αυτή η γη που πατάμε,
είναι η γη των προγόνων μας. Εδώ θα φυτέψουμε καινούργια όνειρα, για να ζήσουν
τα παιδιά μας."
Οι πρόσφυγες έφτασαν στην
Ελλάδα με ελπίδα και πόνο. Άφησαν πίσω τους τις πατρίδες, αλλά κουβάλησαν την
ψυχή τους. Η πρώτη επαφή με τη νέα γη ήταν δύσκολη και πικρή. Κάθε μέρα ήταν
ένας αγώνας για επιβίωση και για μια νέα αρχή.
Η προσφυγιά ήταν δύσκολη,
αλλά οι δε σταμάτησαμε ποτέ να δουλεύουμε. Φτιάξαμε νέες οικογένειες,
νέες κοινότητες. Η καρδιά μας παρέμενε δυνατή, γιατί η Ελλάδα ήταν η δεύτερη
πατρίδα μας.
Η προσφυγιά ήταν δύσκολη.
Οι βάρκες που μας μετέφεραν από τις κατεστραμμένες πόλεις της Μικράς Ασίας στην
Ελλάδα, ήταν γεμάτες από ανθρώπους που δεν ήξεραν αν θα επιζήσουν ή όχι. Στο
ταξίδι της προσφυγιάς, η ελπίδα συνυπήρχε με τον τρόμο, ενώ οι αναμνήσεις της
πατρίδας στροβιλίζονταν σαν άγριοι άνεμοι.
Τι να θυμηθώ τι να ξεχάσω
Απόσπασμα:
Αρχίσαμε να βαδίζουμε
πιασμένοι απ’ το χέρι, κοντά ο ένας στον άλλον, χαμένοι, μουδιασμένοι,
δισταχτικοί, σαν να ’μαστε τυφλοί και δεν ξέραμε πού θα μας φέρει το κάθε βήμα
που αποτολμούσαμε. Γυρεύαμε ξενοδοχείο στο λιμάνι για ν’ ακουμπήσουμε και να περιμένουμε
τους δικούς μας. Όπου κι αν ρωτούσαμε, παίρναμε την ίδια στερεότυπη απόκριση:
- Απ’ τη Σμύρνη έρχεστε; Δε δεχόμαστε πρόσφυγες.
- Μα, θα σας πληρώσουμε καλά, ανθρώποι του Θεού, έλεγε η θεία Ερμιόνη.
Εκείνοι επέμεναν στην
άρνησή τους:
- Τι θέλαμε, τι γυρεύαμε
να ’ρθούμε σε τούτον τον αφιλόξενο τόπο, έλεγε η κυρία Ελβίρα. Τι θέλαμε, τι
γυρεύαμε να χωριστούμε από τους άντρες μας!
Στο τέλος βρέθηκε ένας
αναγκεμένος ξενοδόχος και μας έδωσε ένα σκοτεινό, άθλιο δωμάτιο με έξι
κρεβάτια. Για πότε γινήκαμε πραγματικοί πρόσφυγες δεν το καταλάβαμε.
Μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα όλος ο κόσμος αναποδογύρισε. Βαπόρια φτάναν το ένα
πίσω από τ’ άλλο και ξεφόρτωναν κόσμο, έναν κόσμο ξεκουρντισμένο, αλλόκοτο,
άρρωστο, συφοριασμένο, λες κι έβγαινε από φρενοκομεία, από νοσοκομεία, από
νεκροταφεία. Έπηξαν οι δρόμοι, τα λιμάνια, οι εκκλησίες, τα σκολειά, οι
δημόσιοι χώροι. Στα πεζοδρόμια γεννιόνταν παιδιά και πέθαιναν γέροι.
Ενάμισι εκατομμύριο
άνθρωποι βρεθήκανε ξαφνικά έξω από την προγονική τους γη. Παράτησαν
σκοτωμένα παιδιά και γονιούς άταφους. Παράτησαν περιουσίες, τον καρπό στα
δέντρα, το φαΐ στη φουφού, τη σοδειά στην αποθήκη, το κομπόδεμα στο συρτάρι, τα
πορτρέτα των προγόνων στους τοίχους. Και βάλθηκαν να τρέχουν, να φεύγουν
κυνηγημένοι απ’ το τούρκικο μαχαίρι και τη φωτιά του πολέμου. Και
λογίζονταν τυχεροί που αντάλλαξαν το έχει τους, την πατρίδα τους, το παρελθόν
τους με μια στάλα σιγουριά… Άρπαξαν βάρκες, καΐκια, σχεδίες, βαπόρια και
πέρασαν τη θάλασσα σ’ έναν ομαδικό, φοβερό ξενιτεμό.
Κοιμήθηκαν αποβραδίς
νοικοκυραίοι στον τόπο τους και ξύπνησαν φυγάδες, θαλασσοπόροι, άστεγοι,
άποροι, αλήτες και ζητιάνοι στα λιμάνια του Πειραιά, της Σαλονίκης, της
Καβάλας, του Βόλου, της Πάτρας.
Ενάμισι εκατομμύριο
αγωνίες και οικονομικά προβλήματα ξεμπάρκαραν στο φλούδι της Ελλάδας, με μια
θλιβερή ταμπέλα κρεμασμένη στο στήθος: «Πρόσφυγες!». Πού ν’ ακουμπήσουν οι
πρόσφυγες; Τι να σκεφτούν; Τι να ξεχάσουν; Τι να πράξουν; Πού να δουλέψουν; Πώς
να ζήσουν;
Τρέμαν ακόμα από το
φόβο. Τα μάτια τους ήταν κόκκινα απ’ το αιμάτινο ποτάμι της κόλασης που
διάβηκαν. Και σαν πάτησαν σε στέρεο έδαφος, μετρήθηκαν να δουν πόσοι φτάσανε
και πόσοι λείπουν. Κι οι ζωντανοί δεν το πιστεύανε, μόνο άπλωναν τα χέρια τους
στο κορμί τους και το ψάχνανε, για να βεβαιωθούνε πως δεν ήταν βρικόλακες. Και
ψάχναν και για την ψυχή τους, να δουν αν ήταν στη θέση της. Μ’ αυτή ήταν
άφαντη. Είχε μείνει πίσω στην πατρίδα, κοντά στους αγαπημένους
νεκρούς και στους αιχμαλώτους, κοντά στα σπιτάκια, στα χωράφια, στις δουλειές
και στα καζάντια…
Μικροί μεγάλοι στριμωχνόμαστε στις παραλίες αποβλακωμένοι, άβουλοι, με μια έμμονη ιδέα ο καθένας, κι άλλος με μια άνοια αποκρουστική. Οι πιο τυχεροί ξεδίναν, γιατί κλαίγανε και βρίζανε και μούγκριζαν από πόνο.
Mesut Cemil - Nihavent Saz Semai (Νιαβέντ Σεμάι) - οργανικό
Απόσπασμα: "Μας έδωσαν μια κουβέρτα κι ένα κομμάτι ψωμί. Ήταν το μόνο που
είχαμε. Μα είχαμε κι ο ένας τον άλλο. Οι δυσκολίες ήταν αμέτρητες, μα δεν το
βάλαμε κάτω. Κάθε μέρα χτίζαμε λίγο-λίγο τη ζωή μας από την αρχή."
Όταν φτάσαμε στην Ελλάδα,
οι ατμοί από τα εργοστάσια και η βιομηχανία μας έκαναν να νιώθουμε ξένοι. Οι
δρόμοι ήταν γεμάτοι κόσμος, και εμείς σαν πρόσφυγες, δεν ξέραμε που να
σταθούμε, τι να κάνουμε. Κάθε βήμα ήταν βαρύ και το μέλλον μας αβέβαιο. Αλλά η
μητέρα μου μας έλεγε: "Η προσφυγιά δεν είναι το τέλος. Είναι μια αρχή, μια
καινούρια ελπίδα."
Απόσπασμα: "Χτίσαμε σπίτια με τα χέρια μας. Κάθε τούβλο, κάθε πέτρα είχε τον
ιδρώτα μας. Ήταν η νέα μας πατρίδα. Ήταν το σπίτι που θα μεγαλώναμε ξανά τα
παιδιά μας. Κάθε γωνιά της νέας αυτής γης έγραφε τη δική μας ιστορία."
Μαζί με τις δυσκολίες, οι
πρόσφυγες έφεραν μαζί τους τον πολιτισμό, την εργατικότητα και την ελπίδα, τις
παραδόσεις, τη μουσική, και την αγάπη για τη ζωή. Αυτά ήταν τα θεμέλια για τη
νέα τους αρχή. Κάθε μέρα έδιναν μάχη για μια νέα αρχή. Και αυτή η μάχη τους
έκανε δυνατούς. Ήταν η ψυχή τους που άντεξε σε όλες τις δυσκολίες.
Η νέα γενιά έμαθε να ζει
με σεβασμό στη μνήμη των παλιών. Οι ιστορίες των προσφύγων έγιναν παρακαταθήκη
για όλους μας. Και αυτές οι ιστορίες δίνουν δύναμη στις νέες γενιές.
Πολίτικο χασάπικο (χορός)
4η σκηνή: Μνήμη και Ελπίδα
Σήμερα, θυμόμαστε εκείνους που χάθηκαν, αλλά και εκείνους που κατάφεραν να συνεχίσουν. Η μνήμη είναι το φως στο σκοτάδι της λήθης. Είναι ο τρόπος μας να τιμούμε το παρελθόν και να μαθαίνουμε από αυτό.
Απόσπασμα: "Η μνήμη είναι το μόνο που μας κρατά ζωντανούς. Όσο θυμόμαστε,
δεν χάνονται οι ρίζες μας. Είναι η γέφυρα ανάμεσα στο τότε και στο τώρα. Μια
γέφυρα που πρέπει να τη διατηρούμε σταθερή."
Η Μικρασιατική Καταστροφή
είναι μια υπενθύμιση ότι ο πόνος μπορεί να γίνει δύναμη, κι η απώλεια, ελπίδα.
Από τις στάχτες ξαναγεννιόμαστε. Κάθε φορά που θυμόμαστε, δίνουμε ζωή στις ψυχές
εκείνων που χάθηκαν.
Οι μνήμες των προγόνων
μας είναι το χρέος που έχουμε για το μέλλον. Όσο κρατάμε ζωντανές τις ιστορίες
τους, τιμάμε τον αγώνα τους. Αυτές οι ιστορίες είναι η βάση της ταυτότητάς μας.
Στα χώματα της Μικράς
Ασίας χάθηκε ένα κομμάτι της καρδιάς μας. Μα στη γη της Ελλάδας, χτίσαμε ξανά.
Η μνήμη ζει μέσα μας. Κι αυτή η μνήμη μας οδηγεί μπροστά, με περηφάνια.
Δε σε θέλω πια (χορός)
Η προσφυγιά είχε τον πόνο
της, την απογοήτευση, την απώλεια. Αλλά η καρδιά των Ελλήνων δεν σταμάτησε ποτέ
να ελπίζει. Στην Ελλάδα, ξεκίνησε η νέα μας ζωή. Δημιουργήσαμε ξανά τις
κοινότητές μας, χτίσαμε σπίτια από το μηδέν, δώσαμε ζωή στις πόλεις που μας
δέχτηκαν. Η Ελλάδα έγινε η νέα μας πατρίδα, και αν και γεμάτη δύσκολες στιγμές,
μας έδωσε μια ευκαιρία για το μέλλον.
Στην προσφυγιά, μάθαμε
ξανά να αγαπάμε τη ζωή. Μάθαμε να παλεύουμε για το αύριο. Το σπίτι μας πλέον
ήταν κάθε χώμα που πατούσαμε, κάθε πόλη που χτίζαμε. Δεν ξεχάσαμε ποτέ τη Μικρά
Ασία, αλλά η Ελλάδα έγινε το καινούργιο μας σπίτι.
Σε καινούρια βάρκα μπήκα
Η Ελλάδα, η νέα μας
πατρίδα, μας δέχτηκε με ανοιχτές αγκάλες, αλλά και με την αμφιβολία των καιρών.
Οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, ξεριζωμένοι και γεμάτοι πληγές, ξεκίνησαν να
χτίζουν μια καινούρια ζωή. Η καταστροφή, ο πόνος, οι χαμένες πατρίδες, δεν τους
σταμάτησαν. Όπως η θάλασσα που δεν χάνει ποτέ την ελπίδα της να είναι γαλήνια,
έτσι και αυτοί, με τα χέρια τους, έφτιαξαν την πατρίδα τους ξανά.
Αρχίσαμε να φτιάχνουμε
σπίτια από το τίποτα. Ήταν δύσκολο, πολύ δύσκολο. Δεν είχαμε τίποτα. Αλλά
υπήρχε κάτι που δεν μπορούσαν να μας πάρουν: η δύναμη να ξαναρχίσουμε. Οι
γυναίκες μας έλεγαν: "Δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω, αλλά μπορούμε να
προχωρήσουμε μπροστά." Και προχωρήσαμε.
Δεν ήταν μόνο τα
σπίτια που χτίζαμε. Ήταν και οι ψυχές μας που ξαναγεννιόντουσαν, βήμα βήμα.
Στην Ελλάδα μάθαμε να αγωνιζόμαστε για τη ζωή. Μαζί με τις πληγές, φέραμε και
τις παραδόσεις μας, τη μουσική μας, τους χορούς μας. Ήμασταν πρόσφυγες, αλλά
είχαμε τη δύναμη να προσφέρουμε στον τόπο που μας φιλοξενούσε.
Μάθαμε να γελάμε ξανά, να
ζούμε ξανά. Οι δύσκολες μέρες δεν κράτησαν για πάντα. Ο ήλιος ανατέλλει
καινούριος κάθε μέρα, και εμείς αναγνωρίζουμε πως, ακόμα κι αν ο κόσμος μας
άλλαξε, η δύναμη της ανθρώπινης ψυχής δεν καταστρέφεται. Χάσαμε ό,τι αγαπήσαμε,
αλλά βρήκαμε καινούριες αγάπες και νέες ελπίδες.
Και έτσι, μέρα με τη
μέρα, ξεκίνησε η νέα ζωή των προσφύγων. Όσο δύσκολη κι αν ήταν η αρχή, η δύναμη
της καρδιάς τους τους έφερε κοντά. Η προσφυγιά δεν ήταν το τέλος τους. Ήταν μια
νέα αρχή.
Γιατί, όσο κι αν αλλάξουν
τα πάντα, η ελπίδα παραμένει ζωντανή. Οι Έλληνες της Μικράς Ασίας, που ήρθαν
στην Ελλάδα σαν πρόσφυγες, έφεραν μαζί τους την ψυχή της πατρίδας τους. Και
αυτή η ψυχή, μαζί με τον αγώνα για τη ζωή, έγινε το θεμέλιο για την Ελλάδα του
μέλλοντος.
Τα σμυρναίικα τραγούδια
Η μνήμη παραμένει ζωντανή
και η ιστορία του κάθε ανθρώπου, της κάθε οικογένειας, είναι κομμάτι από την
κληρονομιά που μας άφησαν οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Μια ιστορία γεμάτη
αγώνα, πόνο, αλλά και δύναμη να ξαναρχίσεις. Και εμείς, παιδιά της νέας γενιάς,
έχουμε τη δύναμη να τιμήσουμε αυτή την κληρονομιά και να τη μεταδώσουμε.
Στα χώματα της Μικράς
Ασίας χάθηκε ένα κομμάτι της καρδιάς μας. Μα στη γη της Ελλάδας, χτίσαμε ξανά.
Η μνήμη ζει μέσα μας. (όλοι οι μαθητές μαζί)
Έχε γεια πάντα γεια
(χορός)
Επίλογος
Σήμερα, μέσα από τα λόγια, τις αφηγήσεις, και τα τραγούδια μας, επιχειρήσαμε να ταξιδέψουμε πίσω στον χρόνο, σε μια από τις πιο σκοτεινές αλλά και πιο δυνατές σελίδες της ιστορίας μας. Η Μικρασιατική Καταστροφή δεν είναι απλά ένα ιστορικό γεγονός· είναι μια πληγή που άφησε ανεξίτηλο σημάδι στις καρδιές και τις ψυχές μας. Είναι τα σπίτια που χάθηκαν, τα όνειρα που διαλύθηκαν, αλλά και η δύναμη εκείνων που, με πείσμα και αξιοπρέπεια, ξαναέχτισαν τη ζωή τους.
Το βιβλίο της Διδούς
Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα, μας θυμίζει ότι η ιστορία δεν είναι μόνο
γεγονότα και αριθμοί· είναι ανθρώπινες ιστορίες. Είναι οι φωνές αυτών που
πόνεσαν, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και που, παρόλα
αυτά, δεν σταμάτησαν να ονειρεύονται και να δημιουργούν. Μέσα από τις σελίδες
αυτού του βιβλίου, νιώθουμε τον πόνο, τον φόβο, αλλά και την ελπίδα των
ανθρώπων που αγωνίστηκαν να βρουν έναν νέο τόπο να ανήκουν.
Ας κρατήσουμε τη μνήμη
ζωντανή, όχι μόνο για να μην επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος, αλλά και για
να αντλήσουμε δύναμη από το παράδειγμα εκείνων που πάλεψαν και νίκησαν τις
αντιξοότητες. Ας είναι η ιστορία αυτή ένας φάρος που μας οδηγεί προς την ενότητα,
την αλληλεγγύη και την ειρήνη.
Τέλος, ας μην ξεχνάμε
τα λόγια του βιβλίου:
"Ο άνθρωπος αντέχει πολλά, μα η ρίζα του δεν πεθαίνει ποτέ. Όσο υπάρχει μνήμη, υπάρχει και ζωή."
Σας ευχαριστούμε που ήσασταν σήμερα εδώ και τιμήσατε μαζί μας τις ψυχές εκείνων που έζησαν και άντεξαν.
Εδώ θα βρείτε τους στίχους όλων των τραγουδιών σε ένα αρχείο.
Πηγές:
- Σωτηρίου, Δ. (1962). Ματωμένα Χώματα. Αθήνα: Κέδρος.
- http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2003/anthologio_e-st-dimotikou_htmlempl/index08_10.html
- http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2188/Istoria_ST-Dimotikou_html-empl/index5_5.html
- https://oudpartitures.blogspot.com/
- http://www.pi-schools.gr/books/gymnasio/mous_anth/kath_27_100.pdf
- http://euterpe.mmb.org.gr/euterpe/handle/11636/448
- http://bit.ly/4h2vG2U